- τσούγκα
- η, Νβοτ. τάξη γυμνόσπερμων κωνοφόρων φυτών που ανήκει στην οικογένεια πευκίδες ή ελατίδες τής τάξης κωνιφερώδη και περιλαμβάνει 10 έως 12 είδη αειθαλών δένδρων που είναι ιθαγενή τής Βόρειας Αμερικής και τής κεντρικής και ανατολικής Ασίας.
Dictionary of Greek. 2013.